- μονεταρισμός
- Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή και την απασχόληση.
Οι ρίζες του μ. βρίσκονται στην ποσοτική θεωρία του χρήματος, που αναβιώθηκε από τον Μίλτον Φρίντμαν με τη λεγόμενη Σχολή του Σικάγου, όπου δίδασκε, στη δεκαετία του 1950 ενώ βρήκε μεγαλύτερη αποδοχή στους πανεπιστημιακούς κύκλους τη δεκαετία του 1960 και στους πολιτικούς τη δεκαετία του 1970. Πρόκειται για μια επιστροφή στις νεοκλασικές θεωρίες περί αυτορρύθμισης της οικονομίας, άλλωστε η ποσοτική θεωρία του χρήματος αναπτύχθηκε αρχικά από τον Γάλλο οικονομολόγο Ρισάρ Καντιγιόν και τον Σκωτσέζο οικονομολόγο και φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ για να πάρει μια πιο τυπική μορφή με τον Αμερικανό οικονομολόγο Ίρβιν Φίσερ και τον Σουηδό Κνουτ Βίκσελ στις αρχές του 20ου αι., και αντίδραση στις ιδέες του κεϋνσιανισμού που επικρατούσαν ανάμεσα στους οικονομολόγους και τους υπεύθυνους για την οικονομική πολιτική στην μεταπολεμική περίοδο.
Kεντρικό ρόλο στη μονεταριστική θεωρία κατέχει η εξίσωση MV = PQ, όπου μ είναι η προσφορά χρήματος, V η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος (πόσες φορές το χρόνο δαπανάται μια νομισματική μονάδα), P το επίπεδο τιμών των αγαθών και υπηρεσιών και Q η ποσότητα των αγαθών και υπηρεσιών. Kαθώς η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος θεωρείται σταθερή, η αύξηση της προσφοράς χρήματος θα προκαλέσει είτε αύξηση των τιμών είτε αύξηση της παραγωγής (δηλαδή της οικονομικής δραστηριότητας). Η προσφορά χρήματος περιλαμβάνει τα χαρτονομίσματα και κέρματα σε κυκλοφορία καθώς και τις επιταγές και καταθέσεις όψεως. Μπορεί να περιλαμβάνει και άλλα στοιχεία λιγότερο ρευστά, όπως καταθέσεις προθεσμίας λίγων μηνών κλπ. Πάντως ο Μίλτον Φρίντμαν χρησιμοποίησε έναν πολύ ευρύ ορισμό της προσφοράς χρήματος σε αυτήν την εξίσωση σε αντίθεση με άλλους οικονομολόγους που προτιμούν τον στενότερο ορισμό.
Οι ακραίοι μονεταριστές πιστεύουν ότι η επέκταση της προσφοράς χρήματος δεν έχει καμία επίπτωση στην πραγματική οικονομική δραστηριότητα (απασχόληση, παραγωγή, δαπάνη κλπ.) Συνεπώς κάθε μεταβολή της προσφοράς χρήματος επιδρά αποκλειστικά και μόνο στις τιμές. Η πλειονότητα των μονεταριστών παραδέχεται ότι η σύνδεση της προσφοράς χρήματος και του πληθωρισμού είναι κυρίως μακροπρόθεσμη και συνεπώς βραχυπρόθεσμα η νομισματική επέκταση μπορεί να επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα. Πάντως βασική και κοινή αντίληψη των μονεταριστών είναι ότι μπορεί κανείς να ελέγξει τον πληθωρισμό ελέγχοντας την προσφορά χρήματος – συγκεκριμένα πρέπει η προσφορά χρήματος να μην αυξάνεται ταχύτερα από το ρυθμό αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας προκειμένου να παραμένουν σταθερές οι τιμές.
Βασική αντίληψη του Μίλτον Φρίντμαν και των οπαδών του είναι ότι ο πληθωρισμός είναι ένα αποκλειστικά νομισματικό φαινόμενο, ότι οφείλεται αποκλειστικά στις μεταβολές της προσφοράς χρήματος. Δηλαδή πιστεούν ότι η ζήτηση για πραγματικό χρήμα (το ονομαστικό χρήμα προς το επίπεδο των τιμών) είναι στην ουσία σταθερή και εξαρτάται αποκλειστικά από τον πραγματικό πλούτο (πάλι, τον ονομαστικό πλούτο προς το επίπεδο των τιμών) των ανθρώπων. Συνεπώς, η προσφορά χρήματος και οι τιμές προσαρμόζονται ώστε να αντιστοιχούν στη ζήτηση για πραγματικό χρήμα, που είναι σταθερή. Μια σύγχρονη μονεταριστική σχολή, βασισμένη στη θεωρία των ορθολογικών προσδοκιών, θεωρεί ότι η αλλαγή της προσφοράς χρήματος δεν θα έχει καμία πραγματική επίπτωση (αλλαγή στην προσφορά ή ζήτηση αγαθών ή υπηρεσιών ή εργασίας) καθώς όλοι οι οικονομικοί παράγοντες θα περιμένουν ορθώς ότι οι τιμές θα προσαρμοσθούν αυτόματα ακριβώς κατά το ποσοστό του πληθωρισμού.
Οι μονεταριστές απαξιώνουν τη σημασία της εισοδηματικής πολιτικής (λιτότητα) στον έλεγχο του πληθωρισμού και πιστεύουν ότι αποκλειστική θεραπεία είναι η σταθερή μείωση του ρυθμού αύξησης της προσφοράς χρήματος. Επίσης αντιτίθενται στις συχνές αλλαγές της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής για την ρύθμιση της οικονομίας, πιστεύοντας ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εφαρμόζουν συνεπή αντιπληθωριστική πολιτική μέσω του ελέγχου της προσφοράς χρήματος, που είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για να βρεθεί η οικονομία στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης από μόνη της. Συνεπώς αρνούνται τη χρήση της νομισματικής πολιτικής για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο μ. αντιπαραβάλλεται συχνά με τον κεϋνσιανισμό, που δίνει έμφαση στο βραχυχρόνιο ορίζοντα και θεωρεί ότι η οικονομία δεν έχει την τάση να οδηγείται αυτόματα προς το επίπεδο της πλήρους απασχόλησης. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρεί ότι η δημοσιονομική πολιτική μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται αποτελεσματικά για την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης ενώ θεωρεί και ο έλεγχος της προσφοράς χρήματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας και όχι αποκλειστικά του πληθωρισμού. Πρόκειται για το λεγόμενο κεϋνσιανό μείγμα οικονομικής πολιτικής (συνδυασμός δημοσιονομικής και νομισματικής).
Όπως προαναφέρθηκε, οι μη ακραίοι μονεταριστές παραδέχονται ότι όταν αυξάνεται ο πληθωρισμός, η παραγωγή αυξάνεται για κάποιο διάστημα με ταχύτερο ρυθμό από την μακροχρόνια τάση αύξησης. Η μείωση του πληθωρισμού έχει αντίθετη επίπτωση: η παραγωγή αυξάνεται με βραδύτερο ρυθμό από την μακροχρόνια τάση ή ακόμη και μειώνεται. Με άλλα λόγια, οι πρώτες επιπτώσεις από τις αλλαγές στην αύξηση της προσφοράς χρήματος συμβαίνουν στην οικονομική δραστηριότητα· ο ρυθμός του πληθωρισμού μεταβάλλεται στη συνέχεια. Πολιτικά αυτό μεταφράζεται στην αποδοχή μιας αρχικής φάσης πτώσης του ρυθμού ανάπτυξης ή και συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, που συνοδεύεται μεταξύ άλλων και από αύξηση της ανεργίας, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η οικονομία και να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα η πλήρης απασχόληση. Βεβαίως οι ακραίοι μονεταριστές πιστεύουν ότι δεν θα υπάρξει καν αυτό το πρόβλημα: ο έλεγχος της προσφοράς χρήματος θα περιορίσει τον πληθωρισμό σταθεροποιώντας την οικονομία χωρίς καμία βραχυχρόνια επίπτωση, δηλαδή θυσία, στην οικονομική δραστηριότητα.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 ο μ. άρχισε να αποκτά κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική και να υιοθετείται σε πολλές χώρες, όπως τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, καθώς οι κεϋνσιανές πολιτικές είχαν θεωρηθεί υπεύθυνες για την έξαρση του πληθωρισμού και του στασιμοπληθωρισμού (συνδυασμός πληθωρισμού με οικονομική στασιμότητα).
Η πιο πιστή εφαρμογή του μ. συνέβη κατά τη δεκαετία του 1980 στη Βρετανία υπό την Μάργκαρετ Θάτσερ. Βασικοί άξονες πολιτικής ήταν η μείωση των φόρων, η μείωση του ρυθμού αύξησης της προσφοράς χρήματος και ο τερματισμός τόσο του ελέγχου της συναλλαγματικής ισοτιμίας όσο και του ελέγχου των τιμών και των εισοδημάτων. Όπως προέβλεπε η θεωρία, η οικονομία υπέφερε για ένα μεγάλο διάστημα καθώς η μείωση της προσφοράς χρήματος προκάλεσε μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και αύξηση της ανεργίας. Ο πληθωρισμός περιορίστηκε αλλά η ανεργία εκτοξεύτηκε από το 5,4% στο 11,8%. Μεταξύ του 1979 και του 1984, η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε κατά 10% ενώ οι επενδύσεις στη βιομηχανία κατά 30%. Αργότερα η ανάπτυξη ανέκαμψε στο ικανοποιητικό 2,8% αλλά η ανεργία διατηρήθηκε. Τελικά η Τράπεζα της Αγγλίας εγκατέλειψε την πιστή εφαρμογή του μ. το 1986. Στη δεκαετία του 1990 η βρετανική οικονομία ανέκαμψε και απήλαυσε ταχείες ρυθμούς ανάκαμψης και πτώση της ανεργίας.
Στις ΗΠΑ, η κεντρική τράπεζα Federal Reserve ανακοίνωσε το 1979 επίσης ότι θα ακολουθούσε μονεταριστική πολιτική. Πράγματι έσπευσε να σταθεροποιήσει την προσφορά χρήματος, προκαλώντας έντονη οικονομική ύφεση αλλά και πτώση του πληθωρισμού. Το 1982, καθώς ο πληθωρισμός φάνηκε να ηττάται, η Federal Reserve εγκατέλειψε τον μ. ακολουθώντας ένα κεϋνσιανό μείγμα πολιτικής με αύξηση της προσφοράς χρήματος, που οδήγησε σύντομα σε μια ανάκαμψη διάρκειας επτά ετών. Πάντως, αυτόν δεν εμπόδισε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν (1980-88) να επικαλείται τουλάχιστον κατ’ όνομα τον μ. επειδή ήταν πολιτικά πιο δημοφιλής, πράγμα που έπαψε να ισχύει από το τέλος της δεκαετίας του 1980.
* * *οσχολή οικονομικής σκέψης η οποία υποστηρίζει ότι η προσφορά χρήματος αποτελεί τον κύριο προσδιοριστικό παράγοντα τής οικονομικής δραστηριότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. monetarisme < λατ. monetarius < λατ. moneta «χρήμα, νόμισμα»].
Dictionary of Greek. 2013.